Σε έψαχνα.
Σε ένα βλεφάρισμα.
Εκεί που καθόσουν ανήσυχος και κυνηγημένος.
Σαν ηλιοβασίλεμα που φοβάται να χαθεί.
Και θέλει από κάπου να πιαστεί.
Στο τέλους του χρόνου.
Σε βάδισα.
Και ένα ακόμα.
Κρατήθηκαν.
Αμήχανα.
Αλλά σταθερά.
Για δυο λεπτά.
Αρτσούμπαλα.
Αποχωρίστηκαν.
Οριστικά.
Και πέρασε καιρός.
Ερωτηματικά.
Γιατί ήταν τόσο καλά.